στο λεξικό PONS
Be·le·bung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Belebung (Anregung):
2. Belebung (Ankurbelung):
-
- Belebung θηλ <-, -en>
-
- Belebung θηλ <-, -en>
-
- Belebung θηλ <-, -en>
-
- Belebung θηλ <-, -en>
-
- Belebung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Belebung ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Belebung (Aufschwung (der Konjunktur, Wirtschaft))
-
- Belebung (Aufschwung (der Konjunktur, Wirtschaft))
-
- Belebung (Aufschwung (der Konjunktur, Wirtschaft))
-
-
- Belebung θηλ
-
- Belebung θηλ
-
- Belebung θηλ
-
- Belebung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.