

I. deut·lich [ˈdɔytlɪç] ΕΠΊΘ
1. deutlich (klar):
2. deutlich (eindeutig):
II. deut·lich [ˈdɔytlɪç] ΕΠΊΡΡ
1. deutlich (klar):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.