στο λεξικό PONS
Wert <-[e]s, -e> [ve:ɐ̯t] ΟΥΣ αρσ
1. Wert (zu erlösender Preis):
4. Wert (Wichtigkeit):
boo·le·scher Wert [bu:lʃɐ ˈ-] ΟΥΣ αρσ kein πλ ΜΑΘ
Vers <-es, -e> [fɛrs, πλ ˈfɛrzə] ΟΥΣ αρσ
2. Vers meist πλ (Gereimtes):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Wert ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Portefeuille-Wert ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
vergleichbarer Wert phrase CTRL
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Florentinische Eier ΟΥΣ αρσ ΜΑΓΕΙΡ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
erwarteter Wert ΠΡΟΤΥΠΟΠ
Weg-Zeit-Linie ΠΡΟΤΥΠΟΠ
Weg ΥΠΟΔΟΜΉ
Konzept der verallgemeinerten Kosten ΑΞΙΟΛΌΓ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Über-Unterdruckschalter
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.