στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. boy [βρετ bɔɪ, αμερικ bɔɪ] ΟΥΣ
1. boy:
2. boy before ουσ (young):
4. boy βρετ (man):
II. boys ΟΥΣ
III. boy [βρετ bɔɪ, αμερικ bɔɪ] ΕΠΙΦΏΝ οικ
I. wide [βρετ wʌɪd, αμερικ waɪd] ΕΠΊΘ
1. wide (broad):
2. wide (immense):
3. wide (extensive):
II. -wide ΣΎΝΘ
III. wide [βρετ wʌɪd, αμερικ waɪd] ΕΠΊΡΡ
στο λεξικό PONS
I. boy [bɔɪ] ΟΥΣ
I. wide [waɪd] ΕΠΊΘ
1. wide:
2. wide (very open):
3. wide (varied):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.