Oxford Spanish Dictionary
middling [αμερικ ˈmɪdlɪŋ, βρετ ˈmɪd(ə)lɪŋ] ΕΠΊΘ
fair2 ΟΥΣ
1.1. fair (market):
1.2. fair:
1.3. fair (bazaar):
I. fair1 <fairer fairest> [αμερικ fɛr, βρετ fɛː] ΕΠΊΘ
1. fair (just):
2.1. fair (blonde):
3. fair (beautiful) λογοτεχνικό:
4.1. fair (quite good):
4.2. fair (considerable) οικ προσδιορ:
I. middle [αμερικ ˈmɪdl, βρετ ˈmɪd(ə)l] ΟΥΣ
1. middle (of object, place):
2. middle (of period, activity):
II. middle [αμερικ ˈmɪdl, βρετ ˈmɪd(ə)l] ΕΠΊΘ προσδιορ
middle management ΟΥΣ
I. middle class [αμερικ ˈˌmɪdl ˈklæs, βρετ] ΟΥΣ C or U often pl
στο λεξικό PONS
I. middling [ˈmɪdlɪŋ] ΕΠΊΘ οικ
II. middling [ˈmɪdlɪŋ] ΕΠΊΡΡ
- middling
-
I. middle [mɪdl] ΟΥΣ
1. middle (centre):
I. middling [ˈmɪd·lɪŋ] ΕΠΊΘ οικ
I. middle [ˈmɪd·əl] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.