Oxford Spanish Dictionary
justo1 (justa) ΕΠΊΘ
1. justo:
2.1. justo (exacto):
2.2. justo (apenas suficiente):
justo2 ΕΠΊΡΡ
1. justo (exactamente):
στο λεξικό PONS
I. justo ΕΠΊΡΡ
justo (-a) ΕΠΊΘ
2. justo:
justo (-a) [ˈxus·to, -a] ΕΠΊΘ
2. justo:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.