στο λεξικό PONS
E <pl -'s>, e <pl -'s [or -s]> [i:] ΟΥΣ
2. E ΜΟΥΣ:
A4 ΟΥΣ βρετ
A συντομογραφία: A level
A1 <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
1. A (hypothetical person, thing):
A <pl -s [or -'s]>, a <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
e- ΣΎΝΘ ΔΙΑΔ, Η/Υ
e-pro·ˈcure·ment ΟΥΣ ΔΙΑΔ
ˈe-pre·scrip·tion ΟΥΣ ΙΑΤΡ
e-tail [ˈi:teɪl] ΟΥΣ ΔΙΑΔ, Η/Υ
-
- Internethandel αρσ
e-ˈbusi·ness ΟΥΣ no pl ΔΙΑΔ
ˈe-fil·ing ΟΥΣ no pl ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΔΙΑΔ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
e-money ΟΥΣ E-COMM
e-cheque ΟΥΣ E-COMM
e-business ΟΥΣ E-COMM
e-cash ΟΥΣ E-COMM
e-commerce ΟΥΣ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.