Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. old [βρετ əʊld, αμερικ oʊld] ΟΥΣ The irregular form vieil of the adjective vieux/vieille is used before masculine nouns beginning with a vowel or a mute ‘h’.
III. old [βρετ əʊld, αμερικ oʊld] ΕΠΊΘ
1. old (elderly, not young):
2. old (of a particular age):
3. old (not new):
4. old (former, previous):
5. old (as term of affection):
6. old (as intensifier) οικ:
στο λεξικό PONS
I. old <-er, -est> [əʊld, αμερικ oʊld] ΕΠΊΘ
1. old (not young, new):
2. old (denoting an age):
I. old <-er, -est> [oʊld] ΕΠΊΘ
1. old (not young, new):
2. old (denoting an age):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.