Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. funny [βρετ ˈfʌni, αμερικ ˈfəni] ΕΠΊΘ
1. funny (amusing):
2. funny (odd):
II. funny [βρετ ˈfʌni, αμερικ ˈfəni] ΕΠΊΡΡ οικ
funny walk, talk, act:
I. money [βρετ ˈmʌni, αμερικ ˈməni] ΟΥΣ
2. money (funds):
3. money (in banking, on stock exchange):
4. money (salary):
5. money (price):
6. money (wealth):
II. monies, moneys ΟΥΣ
III. money [βρετ ˈmʌni, αμερικ ˈməni]
στο λεξικό PONS
funny <-ier, -iest> [ˈfʌni] ΕΠΊΘ
2. funny (odd, peculiar):
3. funny (dishonest):
4. funny (not working or feeling well):
money [ˈmʌni] ΟΥΣ no πλ
ιδιωτισμοί:
funny <-ier, -iest> [ˈfʌn·i] ΕΠΊΘ
2. funny (odd, peculiar):
3. funny (dishonest):
4. funny (not working or feeling well):
money [ˈmʌn·i] ΟΥΣ
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.