Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


I. malhonnête [malɔnɛt] ΕΠΊΘ
1. malhonnête (indélicat):
- malhonnête commerçant, politicien, conduite
-
2. malhonnête (inconvenant):
- malhonnête παρωχ
-
στο λεξικό PONS




PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.