Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
humeur [ymœʀ] ΟΥΣ θηλ
1. humeur (disposition passagère):
2. humeur (disposition dominante):
3. humeur (mauvaise disposition):
I. ég|al (égale) <αρσ πλ égaux> [eɡal, o] ΕΠΊΘ
1. égal (identique):
2. égal (régulier):
3. égal (indifférent):
II. ég|al (égale) <αρσ πλ égaux> [eɡal, o] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
στο λεξικό PONS
I. égal(e) <-aux> [egal, o] ΕΠΊΘ
1. égal (de même valeur):
II. égal(e) <-aux> [egal, o] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
I. égal(e) <-aux> [egal, -o] ΕΠΊΘ
1. égal (de même valeur):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.