Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
inégalé (inégalée) [ineɡale] ΕΠΊΘ
- inégalé (inégalée)
- unequalled βρετ
- inégalé (inégalée)
- unrivalled βρετ
inég|al (inégale) <αρσ πλ inégaux> [ineɡal, o] ΕΠΊΘ
1. inégal (dissemblable):
2. inégal (déséquilibré):
3. inégal (irrégulier):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.