Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
inconsistent [βρετ ɪnkənˈsɪst(ə)nt, αμερικ ˌɪnkənˈsɪst(ə)nt] ΕΠΊΘ
1. inconsistent (erratic):
- inconsistent work, performance
-
- inconsistent behaviour
-
- inconsistent argument, beliefs
-
- inconsistent attitude
-
ιδιωτισμοί:
στο λεξικό PONS
inconsistent ΕΠΊΘ
- inconsistent
-
inconsistent ΕΠΊΘ
- inconsistent
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.