Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
inconséquent (inconséquente) [ɛ̃kɔ̃sekɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
inconséquent personne, comportement, raisonnement:
- inconséquent (inconséquente)
-
-
- illogique, inconséquent
στο λεξικό PONS
inconséquent(e) [ɛ̃kɔ̃sekɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
1. inconséquent:
- inconséquent(e)
-
2. inconséquent (irréfléchi):
- inconséquent(e)
-
-
- inconséquent(e)
inconséquent(e) [ɛ͂ko͂sekɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. inconséquent:
- inconséquent(e)
-
2. inconséquent (irréfléchi):
- inconséquent(e)
-
-
- inconséquent(e)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.