Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
mood [βρετ muːd, αμερικ mud] ΟΥΣ
1. mood (frame of mind):
2. mood (bad temper):
3. mood (atmosphere):
4. mood ΓΛΩΣΣ:
mood-altering ΕΠΊΘ
mood-altering drug:
mood music ΟΥΣ
- her changeable moods
-
- revengeful mood
-
- incalculable person, mood
-
- dispirited mood
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.