Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
Poor Laws ΟΥΣ ουσ πλ βρετ ΙΣΤΟΡΊΑ
law [βρετ lɔː, αμερικ lɔ] ΟΥΣ
1. law U (body of rules):
2. law ΝΟΜ (rule):
3. law (justice):
II. poor [βρετ pɔː, pʊə, αμερικ pʊr, pɔr] ΕΠΊΘ
1. poor (not wealthy):
2. poor never προσδιορ:
3. poor (deserving pity):
στο λεξικό PONS
law [lɔ:, αμερικ lɑ:] ΟΥΣ
1. law (rule, set of rules):
I. poor [pʊəʳ, αμερικ pʊr] ΕΠΊΘ
2. poor (of inadequate quality):
law [lɔ] ΟΥΣ
1. law (rule, set of rules):
I. poor [pʊr] ΕΠΊΘ
2. poor (of inadequate quality):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.