Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. vigueur [viɡœʀ] ΟΥΣ θηλ
1. vigueur (énergie):
2. vigueur (force musculaire):
3. vigueur (de plante, forêt):
- vigueur
-
4. vigueur (de trait, forme):
- vigueur
- vigour βρετ
II. en vigueur ΕΠΊΘ
-
- vigueur θηλ
-
- vigueur θηλ
- forcefully say, argue
- avec vigueur
-
- vigueur θηλ
-
- vigueur θηλ
- heartiness (of laugh, slap)
- vigueur θηλ
στο λεξικό PONS
-
- vigueur θηλ
-
- vigueur θηλ
-
- vigueur θηλ
-
- vigueur θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- vigile
- Vigipirate
- vigne
- vigneron
- vignette
- vigueur
- VIH
- viking
- vil
- vilain
- vilainement