Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
 I. vilain (vilaine) [vilɛ̃, ɛn] ΕΠΊΘ
1. vilain (laid):
-  vilain (vilaine) bâtiment, personne, animal
 -  
 
2. vilain (méchant) οικ:
3. vilain (répréhensible):
5. vilain (inquiétant):
-  vilain (vilaine) toux, blessure, abcès
 -  
 
II. vilain (vilaine) [vilɛ̃, ɛn] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
III. vilain ΟΥΣ αρσ
vilain αρσ ΙΣΤΟΡΊΑ:
-  vilain
 -  
 
 
 στο λεξικό PONS
 
 
 
 
 
 
 
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.