Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. relation [βρετ rɪˈleɪʃ(ə)n, αμερικ rəˈleɪʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. relation (relative):
2. relation (connection):
II. poor [βρετ pɔː, pʊə, αμερικ pʊr, pɔr] ΕΠΊΘ
1. poor (not wealthy):
2. poor never προσδιορ:
3. poor (deserving pity):
στο λεξικό PONS
relation [rɪˈleɪʃn] ΟΥΣ
1. relation no πλ (link):
2. relation (relative):
I. poor [pʊəʳ, αμερικ pʊr] ΕΠΊΘ
2. poor (of inadequate quality):
relation [rɪ·ˈleɪ·ʃ ə n] ΟΥΣ
1. relation (link):
2. relation (relative):
I. poor [pʊr] ΕΠΊΘ
2. poor (of inadequate quality):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- poop scoop
- poor
- poor box
- poor boy
- poor boy sandwich
- poor relation
- poor-spirited
- poor white
- pop
- pop art
- pop back