Oxford Spanish Dictionary
I. poor <poorer poorest> [αμερικ pʊr, pɔr, βρετ pɔː, pʊə] ΕΠΊΘ
1. poor (not wealthy):
2. poor (unsatisfactory):
relation [αμερικ rəˈleɪʃ(ə)n, βρετ rɪˈleɪʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. relation C (relative):
2.1. relation U or C (connection):
3. relation <relations, pl >:
στο λεξικό PONS
I. poor [pʊəʳ, αμερικ pʊr] ΕΠΊΘ
2. poor:
I. poor [pʊr] ΕΠΊΘ
2. poor:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- pooper scooper
- pooper-scooper
- poop out
- poop scoop
- poop sheet
- poor relation
- poor relative
- poor white
- poove
- pop
- pop.