Oxford Spanish Dictionary
escaso (escasa) ΕΠΊΘ
1. escaso (poco, limitado):
2. escaso (en expresiones de medida, peso):
στο λεξικό PONS
escaso (-a) ΕΠΊΘ
1. escaso:
escaso (-a) [es·ˈka·so, -a] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.