Oxford Spanish Dictionary
insufficient [αμερικ ˌɪnsəˈfɪʃ(ə)nt, βρετ ɪnsəˈfɪʃ(ə)nt] ΕΠΊΘ
- insufficient
-
στο λεξικό PONS
insufficient [ˌɪnsəˈfɪʃənt] ΕΠΊΘ
- insufficient
-
insufficient [ˌɪn·sə·ˈfɪʃ·ənt] ΕΠΊΘ
- insufficient
-
-
- insufficient
-
- insufficient
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.