Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: wüst , wert , weit και wett

I . weit [vaɪt] ΕΠΊΘ

3. weit (zeitlich entfernt):

II . weit [vaɪt] ΕΠΊΡΡ

wert [veːɐt] ΕΠΊΘ

3. wert απαρχ τυπικ (geschätzt):

à qui ai-je l'honneur de parler ? τυπικ

I . wüst [vyːst] ΕΠΊΘ

1. wüst (öde):

désert(e)

2. wüst (übel):

grossier(-ière)

3. wüst οικ (heillos):

dingue οικ

II . wüst [vyːst] ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina