στο λεξικό PONS
I. ge·gen [ˈge:gn̩] ΠΡΌΘ +αιτ
3. gegen (ablehnend):
5. gegen ΝΟΜ:
- gegen
-
6. gegen (an):
7. gegen (im Austausch mit):
9. gegen (zum ..., zu ...):
11. gegen (in entgegengesetzter Richtung):
- gegen
-
- gegen Sonderberechnung
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
- Fahrt zur Arbeit gegen den hauptsächlichen Verkehrsstrom ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ, ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ
-
- screening ΠΕΡΙΒ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.