στο λεξικό PONS
Y <pl -s>, y <pl 's [or -'s]> [waɪ] ΟΥΣ
A4 ΟΥΣ βρετ
A συντομογραφία: A level
A1 <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
1. A (hypothetical person, thing):
A <pl -s [or -'s]>, a <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
YWCA2 [ˌwaɪˌdʌbl̩̩ju:si:ˈeɪ] ΟΥΣ (hostel)
-
- ≈ Jugendherberge θηλ
YMCA2 [ˌwaɪemsi:ˈeɪ] ΟΥΣ (hostel)
-
- ≈ Jugendherberge θηλ
Gen Y [ˌʤenˈwaɪ] ΟΥΣ
Gen Y συντομογραφία: Generation Y
- Gen Y
-
Y ˈchro·mo·some ΟΥΣ
Y-fronts® [ˈwaɪfrʌnts] ΟΥΣ
Y-fronts πλ βρετ:
- Y-fronts
-
-y
- -y μορφ στοιχ
-
y-intercept ΟΥΣ
- y-intercept ΜΑΘ
- y-Achsenabschnitt αρσ
Generation Y ΟΥΣ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Y junction ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.