στο λεξικό PONS
Quit·tung <-, -en> [ˈkvɪtʊŋ] ΟΥΣ θηλ
1. Quittung (Empfangsbestätigung):
2. Quittung (Zahlungsbeleg):
- Quittung
-
3. Quittung (Folge):
- rechtsgültige Quittung
-
-
- Quittung θηλ <-, -en>
-
- Quittung θηλ <-, -en>
-
- Quittung θηλ <-, -en>
-
- Quittung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- Quittung θηλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.