I. prophy·lac·tic [ˌprɒfɪˈlæktɪk, αμερικ ˌproʊfəˈ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ ΙΑΤΡ
- prophylactic
- prophylaktisch ειδικ ορολ
- prophylactic
- vorbeugend προσδιορ
II. prophy·lac·tic [ˌprɒfɪˈlæktɪk, αμερικ ˌproʊfəˈ-] ΟΥΣ
1. prophylactic (medicine):
- prophylactic
-
2. prophylactic esp αμερικ (condom):
- prophylactic
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.