στο λεξικό PONS
Pro·phy·la·xe <-, -n> [profyˈlaksə] ΟΥΣ θηλ ΙΑΤΡ
- Prophylaxe
- prophylaxis ειδικ ορολ
-
- Prophylaxe θηλ <-, -n> ειδικ ορολ
- prevention of illness
- Prophylaxe θηλ <-, -n>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Prophylaxe ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Prophylaxe (Vorbeugung)
-
-
- Prophylaxe θηλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.