στο λεξικό PONS
Vor·beu·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
- Vorbeugung
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Vorbeugung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Vorbeugung
-
-
- Vorbeugung θηλ
-
- Vorbeugung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.