



I. half-length [αμερικ ˌhæfˈlɛŋθ] ΟΥΣ
I. length [βρετ lɛŋ(k)θ, lɛn(t)θ, αμερικ lɛŋ(k)θ, lɛnth] ΟΥΣ
1. length (linear measurement):
2. length (duration):
3. length (piece, section):
4. length ΑΘΛ:
II. lengths ΟΥΣ
lengths ουσ πλ:
III. at length ΕΠΊΡΡ
IV. -length ΣΎΝΘ
I. full-length [βρετ ˌfʊlˈlɛŋθ, αμερικ ˌfʊlˈlɛŋθ] ΕΠΊΘ
2. full-length (head to toe):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.