Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 loi [lwa] ΟΥΣ θηλ
1. loi ΝΟΜ (règle):
2. loi (corps de lois):
3. loi (principe):
4. loi (convention):
ιδιωτισμοί:
I. nécessité [nesesite] ΟΥΣ θηλ
1. nécessité (ce qui s'impose):
II. nécessités ΟΥΣ θηλ πλ
nécessités θηλ πλ:
décret-loi <πλ décrets-lois> [dekʀɛlwɑ] ΟΥΣ αρσ
-  décret-loi
-  
στο λεξικό PONS
 
  
 loi [lwa] ΟΥΣ θηλ
1. loi (prescription légale) a. ΦΥΣ, ΜΑΘ:
loi normale ΟΥΣ
 
  
 loi [lwa] ΟΥΣ θηλ
1. loi (prescription légale) a. ΦΥΣ, math:
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 