Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. décroissant (décroissante) [dekʀwasɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
II. décroissant (décroissante) [dekʀwasɑ̃, ɑ̃t] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- décroissant (décroissante)
-
- la loi des rendements décroissants
-
στο λεξικό PONS
décroissant(e) [dekʀwɑsɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
décroissant(e) [dekʀwɑsɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.