Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. impérat|if (impérative) [ɛ̃peʀatif, iv] ΕΠΊΘ
II. impérat|if ΟΥΣ αρσ
1. impérat|if:
2. impérat|if ΓΛΩΣΣ:
στο λεξικό PONS
impératif [ɛ̃peʀatif] ΟΥΣ αρσ
1. impératif souvent πλ (nécessité):
2. impératif ΓΛΩΣΣ:
impératif [ɛ͂peʀatif] ΟΥΣ αρσ
1. impératif souvent πλ (nécessité):
2. impératif ΓΛΩΣΣ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.