Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
 I. mor|al (morale) <αρσ πλ moraux> [mɔʀal, o] ΕΠΊΘ
1. moral (éthique):
2. moral (mental):
II. mor|al ΟΥΣ αρσ
1. mor|al (disposition d'esprit):
III. morale ΟΥΣ θηλ
1. morale (règles de conduite):
2. morale (enseignement):
 
 στο λεξικό PONS
 
 moral <-aux> [mɔʀal, o] ΟΥΣ αρσ
1. moral (état psychologique):
-  moral
 -  
 
-  le moral de l'armée/la population
 -  
 
moral(e) <-aux> [mɔʀal, o] ΕΠΊΘ
-  moral(e)
 -  moral
 
 
 moral <-aux> [mɔʀal, -o] ΟΥΣ αρσ
1. moral (état psychologique):
-  moral
 -  
 
-  le moral de l'armée/la population
 -  
 
moral(e) <-aux> [mɔʀal, -o] ΕΠΊΘ
-  moral(e)
 -  moral
 
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
-  harcèlement moral
 -  
 
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.