Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
strict (stricte) [stʀikt] ΕΠΊΘ
1. strict (sévère):
2. strict (complet):
- d'étroite ou de stricte observance
-
- une stricte discipline de vie
-
στο λεξικό PONS
strict(e) [stʀikt] ΕΠΊΘ
1. strict (sévère):
4. strict antéposé (absolu):
strict(e) [stʀikt] ΕΠΊΘ
1. strict (sévère):
4. strict antéposé (absolu):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.