Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
rigid [βρετ ˈrɪdʒɪd, αμερικ ˈrɪdʒɪd] ΕΠΊΘ
2. rigid (inflexible):
- rigid person, attitude
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.