Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
mentally [βρετ ˈmɛnt(ə)li, αμερικ ˈmɛnt(ə)li] ΕΠΊΡΡ
1. mentally (regarding the mind):
2. mentally ΙΑΤΡ:
3. mentally (inwardly):
- mentally calculate, estimate
-
- mentally unbalanced
-
- mentally/physically handicapped
-
στο λεξικό PONS
mentally ΕΠΊΡΡ
mentally handicapped ΕΠΊΘ
- mentally handicapped
-
mentally ΕΠΊΡΡ
mentally handicapped ΕΠΊΘ
- mentally handicapped
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.