Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. ment|al (mentale) <αρσ πλ mentaux> [mɑ̃tal, o] ΕΠΊΘ
- débilité mentale
-
- aliénation, a. aliénation mentale
-
- aliénation, a. aliénation mentale
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.