Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
psychologique [psikɔlɔʒik] ΕΠΊΘ
- psychologique
-
- harcèlement moral, harcèlement psychologique
-
-
- psychologique
-
- guerre θηλ psychologique
-
- traumatisme αρσ psychologique
-
- harcèlement αρσ psychologique
-
- portrait αρσ (psychologique)
στο λεξικό PONS
psychologique [psikolɔʒik] ΕΠΊΘ
- psychologique
-
-
- psychologique
-
- test αρσ psychologique
psychologique [psikolɔʒik] ΕΠΊΘ
- psychologique
-
-
- psychologique
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.