psychologique [psikolɔʒik] ΕΠΊΘ
1. psychologique:
- psychologique
-
- psychologique problème, état
-
2. psychologique (opportun):
- psychologique instant, moment
-
3. psychologique (qui agit sur le psychisme):
- psychologique action, guerre
-
- thriller psychologique
- Psychothriller αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- guerre psychologique
- Psychokrieg οικ
- thriller psychologique
- Psychothriller αρσ
- polar psychologique
- Psychokrimi οικ
- mécanisme psychologique
- stress psychologique