στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. will2 [βρετ wɪl, αμερικ wɪl] ΟΥΣ
1. will (mental power):
2. will (wish, desire):
3. will ΝΟΜ:
III. will2 [βρετ wɪl, αμερικ wɪl] ΡΉΜΑ μεταβ
1. will (urge mentally):
3. will ΝΟΜ:
IV. to will oneself ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
strong-willed [ˌstrɑ:ŋ·ˈwɪld] ΕΠΊΘ
| I | will |
|---|---|
| you | will |
| he/she/it | will / 'll |
| we | will |
| you | will |
| they | will |
| I | would |
|---|---|
| you | would |
| he/she/it | would |
| we | would |
| you | would |
| they | would |
| - |
|---|
| - |
| - |
| - |
| - |
| - |
| - |
|---|
| - |
| - |
| - |
| - |
| - |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.