I. prenotato [prenoˈtato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
prenotato → prenotare
II. prenotato [prenoˈtato] ΕΠΊΘ
prenotato posto, camera:
I. prenotare [prenoˈtare] ΡΉΜΑ μεταβ
II. prenotarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.