στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
pt ΟΥΣ
pt → pint
- pt
-
pint [βρετ pʌɪnt, αμερικ paɪnt] ΟΥΣ
1. pint:
PT ΟΥΣ
PT → physical training
- PT
-
physical training [βρετ, αμερικ ˈfɪzɪkəl ˈtreɪnɪŋ] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
PT [ˌpi:·ˈti:]
1. PT → physical therapy
- PT
- fisioterapia θηλ
2. PT → physical training
- PT
-
pt. ΟΥΣ
I. point [pɔɪnt] ΟΥΣ
1. point (sharp end):
2. point ΓΕΩ:
-
- promontorio αρσ
3. point (particular place):
4. point (particular time):
5. point (significant idea):
8. point (in score, result):
II. point [pɔɪnt] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. point [pɔɪnt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. point (aim):
I. part [pɑ:rt] ΟΥΣ
1. part (not the whole):
5. part (role, involvement):
7. part (character in movie):
III. part [pɑ:rt] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.