στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
pertinente [pertiˈnɛnte] ΕΠΊΘ
pertinente domanda, risposta, osservazione:
-
- pertinente
-
- appartenente, pertinente (to a)
-
- pertinente, appropriato
- extraneous issue, considerations
-
- extraneous detail, information
- non pertinente
- knowledgeable remark
- pertinente (about su)
- valid point, comment
- pertinente
στο λεξικό PONS
pertinente [per·ti·ˈnɛn·te] ΕΠΊΘ (domanda, osservazione)
- pertinente
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.