στο λεξικό PONS
uti·li·za·tion [ˌju:təlaɪˈzeɪʃən, αμερικ -t̬əlɪˈ-] ΟΥΣ no pl τυπικ
I. lim·it [ˈlɪmɪt] ΟΥΣ
1. limit (utmost point):
2. limit (boundary):
-
- Stadtgrenzen θηλ
3. limit (of a person):
4. limit (restriction):
5. limit (speed):
6. limit (blood alcohol level):
8. limit Η/Υ:
- limits pl
- Grenzwerte θηλ
II. lim·it [ˈlɪmɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. limit (reduce):
-
- etw einschränken
2. limit (restrict):
limit ΡΉΜΑ
limit ΟΥΣ
limit ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
limit utilization ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
utilization ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
utilisation βρετ, utilization αμερικ [ˌjuːtlaɪˈzeɪʃn] ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
utilisation
| I | limit |
|---|---|
| you | limit |
| he/she/it | limits |
| we | limit |
| you | limit |
| they | limit |
| I | limited |
|---|---|
| you | limited |
| he/she/it | limited |
| we | limited |
| you | limited |
| they | limited |
| I | have | limited |
|---|---|---|
| you | have | limited |
| he/she/it | has | limited |
| we | have | limited |
| you | have | limited |
| they | have | limited |
| I | had | limited |
|---|---|---|
| you | had | limited |
| he/she/it | had | limited |
| we | had | limited |
| you | had | limited |
| they | had | limited |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- limit on the sound level
- limit order
- limit overrun
- limit price
- limit setting
- limit utilization
- limn
- limnetic zone
- limo
- limousine
- limp