στο λεξικό PONS
writ1 [rɪt] ΟΥΣ
1. writ (legal notice):
2. writ esp βρετ (Crown document):
3. writ no pl τυπικ (authority):
writ2 [rɪt] ΡΉΜΑ μεταβ, αμετάβ
writ απαρχ παρελθ, μετ παρακειμ of write
I. write <wrote, written [or απαρχ writ]> [raɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. write (make letters):
2. write (complete):
4. write (compose):
6. write (add):
8. write (underwrite):
II. write <wrote, written [or απαρχ writ]> [raɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. write (make letters):
3. write (compose literature):
holy [ˈhəʊli, αμερικ ˈhoʊli] ΕΠΊΘ
2. holy (devout):
3. holy μτφ οικ (great):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.