στο λεξικό PONS
e'er [eəʳ, αμερικ er] ΕΠΊΡΡ ποιητ
e'er → ever
ever [ˈevəʳ, αμερικ -ɚ] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
1. ever (at any time):
2. ever (always):
3. ever (of all time):
4. ever (as intensifier):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
EER ΟΥΣ
EER συντομογραφία: effective exchange rate ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- EER
-
effective exchange rate ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
ef·fec·tive ex·ˈchange rate ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.