στο λεξικό PONS
EEC [ˌi:i:ˈsi:] ΟΥΣ no pl ιστ
EEC συντομογραφία: European Economic Community
- EEC
-
European Economic Community ΟΥΣ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
Euro·pean Eco·nom·ic Com·ˈmu·nity ΟΥΣ, EEC ΟΥΣ no pl ιστ
Euro·pean Eco·nom·ic Com·ˈmu·nity ΟΥΣ, EEC ΟΥΣ no pl ιστ
-
- EEC
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
EEC ΟΥΣ
EEC συντομογραφία: European Economy Community ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
-
- EWG θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.