Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
hot gospeller ΟΥΣ βρετ μειωτ, χιουμ
hot [βρετ hɒt, αμερικ hɑt] ΕΠΊΘ
1. hot (very warm):
4. hot (newly arrived):
5. hot (fierce, keen):
6. hot (short):
7. hot (in demand) οικ:
8. hot (good) οικ:
13. hot ΠΥΡΗΝ ΦΥΣ (radioactive):
14. hot (close):
16. hot (sexually attractive) οικ:
στο λεξικό PONS
hot <-ter, -test> [hɒt, αμερικ hɑ:t] ΕΠΊΘ
hot <-ter, -test> [hat] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.