I.old [βρετ əʊld, αμερικ oʊld]ΟΥΣThe irregular form vieil of the adjective vieux/vieille is used before masculine nouns beginning with a vowel or a mute ‘h’.
I.people [βρετ ˈpiːp(ə)l, αμερικ ˈpipəl]ΟΥΣ(nation)gens is masculine plural and never countable (you CANNOT say ‘trois gens’). When used with gens, some adjectives such as vieux, bon, mauvais, petit, vilain placed before gens take the feminine form: les vieilles gens.
The transition to a peacetime economy, and the maintaining of strategic military commitments abroad led to continuous and severe problems with the balance of trade.
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Ευχαριστούμε! Το μήνυμά σας μεταβιβάστηκε στη σύνταξη PONS.
Παρουσιάστηκε κάποιο λάθος. Παρακαλώ ξαναδοκιμάστε.
Ασκήσεις λεξιλογίου
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Μαζέψτε όλες τις λέξεις που θέλετε να μάθετε. Θα τις βρείτε μετά στη "Λίστα λεξιλογίου".
Αν θέλετε να περάσετε λήμματα στον προπονητή λεξιλογίου κάντε κλικ στο "Εισαγωγή".
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.